- μυρίς
μυρίς, ίδος, ἡ, Salbenbüchse, Poll. 7, 177, = μυρηρὰ λήκυϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρίς, ίδος, ἡ, Salbenbüchse, Poll. 7, 177, = μυρηρὰ λήκυϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρίς — μυρίς, ἡ (Α) 1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη 2. μυρρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα ίς, ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ επίδραση τού μύρον] … Dictionary of Greek
μυρίς — box for unguents fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίδα — μυρίς box for unguents fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρρίς — η (Α μυρρίς και μυρίς) αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)] … Dictionary of Greek
MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… … Hofmann J. Lexicon universale
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary