μυρίνης — και μυρρίνης, ὁ (Α) 1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη 2. κρασί αρωματισμένο με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. ίνης, πρβλ … Dictionary of Greek
μυρίνης — sweet wine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυρίνης — Μύρινα fem gen sg (attic epic ionic) Μυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίναι — μυρίνης sweet wine masc nom/voc pl μυρίνᾱͅ , μυρίνης sweet wine masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρινῶν — μυρίνης sweet wine masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίναις — μυρίνης sweet wine masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίνη — μυρίνης sweet wine masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίνην — μυρίνης sweet wine masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίνῃ — μυρίνης sweet wine masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίνα — μυρίνᾱ , μυρίνης sweet wine masc nom/voc/acc dual μυρίνης sweet wine masc voc sg μυρίνᾱ , μυρίνης sweet wine masc gen sg (doric aeolic) μυρίνης sweet wine masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίναν — μυρίνᾱν , μυρίνης sweet wine masc acc sg (epic doric aeolic) μυρίνης sweet wine masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)