μυστηριώδης

μυστηριώδης

μυστηριώδης, ες, mysterienartig, Plut. de esu carn. 1 E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυστηριώδης — like mysteries masc/fem acc pl (attic epic doric) μυστηριώδης like mysteries masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μυστηριώδης like mysteries masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώδης — ες (ΑΜ μυστηριώδης, ῶδες) [μυστήριον] ακατανόητος, ακατάληπτος νεοελλ. αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις») αρχ. (για φάρμακο) αυτό τού οποίου η σύσταση τηρείται μυστική. επίρρ... μυστηριωδώς (Α… …   Dictionary of Greek

  • μυστηριώδει — μυστηριώδης like mysteries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μυστηριώδης like mysteries masc/fem/neut dat sg μυστηριώδεϊ , μυστηριώδης like mysteries dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώδη — μυστηριώδης like mysteries neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυστηριώδης like mysteries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυστηριώδης like mysteries masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριῶδες — μυστηριώδης like mysteries masc/fem voc sg μυστηριώδης like mysteries neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώδεις — μυστηριώδης like mysteries masc/fem acc pl μυστηριώδης like mysteries masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριωδῶν — μυστηριώδης like mysteries masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριωδῶς — μυστηριώδης like mysteries adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώδους — μυστηριώδης like mysteries masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”