- μυσαρότης
μυσαρότης, ἡ, = μυσαρία, Phot. in Wolf's Anecd. gr. I, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυσαρότης, ἡ, = μυσαρία, Phot. in Wolf's Anecd. gr. I, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυσαρότητα — η (ΑΜ μυσαρότης, ητος) [μυσαρός] βδελυρότητα, βδελυγμία, αποστροφή … Dictionary of Greek