μυχαίτατος

μυχαίτατος

μυχαίτατος, unregelmäßiger superl. zu μύχιος; Arist. de mund. 3; μυχαίτερος, Hdn. ἐπιμ. 166.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • μυχαίτατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτων — μυχαίτατος fem gen pl μυχαίτατος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαίτατον — μυχαίτατος masc acc sg μυχαίτατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτοις — μυχαίτατος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτου — μυχαίτατος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτους — μυχαίτατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτῳ — μυχαίτατος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαίτατα — μυχαίτατος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχέστατος — μυχέστατος, τάτη, ον (Μ) (ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) βλ. μυχαίτατος …   Dictionary of Greek

  • μυχοίτατος — μυχοίτατος, άτη, ον (Α) (ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) μυχαίτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός* και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής *μυχοῖ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”