- μυχώτατος
μυχώτατος, unregelmäßiger superlat. zu μύχιος, nur bei Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχώτατος, unregelmäßiger superlat. zu μύχιος, nur bei Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχώτατος — μυχώτατος, άτη, ον (Α) βλ. μυχαίτατος … Dictionary of Greek
μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… … Dictionary of Greek
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek