μυωξός

μυωξός

μυωξός, ὁ, = μυοξός, Opp. C. 2, 574.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυωξός — dormouse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξός — (glis glis). Θηλαστικό της οικογένειας των μυωξιδών της τάξης των τρωκτικών. Ο μ., διαδεδομένος με διάφορα υποείδη σε σημαντικό μέρος της Ευρώπης και της Ασίας, έχει συνολικό μήκος 30 περίπου εκ., από τα οποία τα 13 καταλαμβάνει η ουρά. Το δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • μυωξοί — μυωξός dormouse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξούς — μυωξός dormouse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξῶν — μυωξός dormouse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξόν — μυωξός dormouse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • μυωξία — μυωξία, ἡ (ΑΜ) [μυωξός] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • μυωξίδες — οι ζωολ. οικογένεια θηλαστικών που περιλαμβάνει μικρά τρωκτικά τα οποία είναι παρόμοια με τους σκίουρους, και άλλα συγγενή είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myoxus < μυωξός] …   Dictionary of Greek

  • μυωξό — ο (Α μυωξός) γενική λόγια ονομασία 7 γενών μυόμορφων τρωκτικών τής οικογένειας glividae τής οικογένειας τών μυωξιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, δυσερμήνευτη όμως, η λ. προήλθε από *μυ ωκ ψός, εμφανίζει δηλ. ως α συνθετικό τη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”