- μυκτηριστικός
μυκτηριστικός, zum Spott geneigt, spöttisch, Eust. 117, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηριστικός, zum Spott geneigt, spöttisch, Eust. 117, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηριστικός — ή, ὁ (Α μυκτηριστικός, ή, όν) [μυκτηριστής] αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους νεοελλ. εμπαικτικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek