- μυιϊκός
μυιϊκός, von der Fliege, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυιϊκός, von der Fliege, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυιϊκός — μυιϊκός, ή, όν (Α) [μυία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύγα … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek