- μυννάκια
μυννάκια, τά, eine Art Schuhe, von einem Schuhmacher Μύννακος benannt, Poll. 7, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυννάκια, τά, eine Art Schuhe, von einem Schuhmacher Μύννακος benannt, Poll. 7, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυννάκια — μυννάκια, τὰ (Α) [Μύννακος] είδος υποδημάτων, από το όνομα τού σκυτοτόμου Μυννάκου … Dictionary of Greek
μυννακούμαι — μυννακοῡμαι, όομαι (Α) [μυννάκια] φορώ μυννάκια … Dictionary of Greek