- μυλο-κόρος
μυλο-κόρος, die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλο-κόρος, die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλοκόρος — ο (Α μυλοκόρος) αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] … Dictionary of Greek