- μυλίτης
μυλίτης, ὁ, = μυλίας, – a) λίϑος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλίτης, ὁ, = μυλίας, – a) λίϑος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλίτης — molar tooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτης — ο (ΑΜ μυλίτης) 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος») 2. τραπεζίτης, γομφίος νεοελλ. 1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες 2. μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ… … Dictionary of Greek
μυλίται — μυλίτης molar tooth masc nom/voc pl μυλίτᾱͅ , μυλίτης molar tooth masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιτῶν — μυλίτης molar tooth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίταις — μυλίτης molar tooth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτην — μυλίτης molar tooth masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτου — μυλίτης molar tooth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίτῃ — μυλίτης molar tooth masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
ψευδομυλίτης — ο, Ν (παλ. όρος) (για δόντι) μυλίτης θηλαστικού που εμφανίζεται κατά την πρώτη οδοντοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μυλίτης] … Dictionary of Greek
μυλίτας — μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc acc pl μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)