- μυῤῥινιτης
μυῤῥινιτης, ὁ, οἶνος, mit Myrthenbeeren abgezogener Wein, Ael. V. H. 12, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυῤῥινιτης, ὁ, οἶνος, mit Myrthenbeeren abgezogener Wein, Ael. V. H. 12, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρρινίτης — μυρρινίτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης … Dictionary of Greek
μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] … Dictionary of Greek