μυῤῥίνης

μυῤῥίνης

μυῤῥίνης, ὁ, οἶνος, = μυρίνης, Ath. I, 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυρρίνης — μυρρίνης, ὁ (Α) βλ. μυρίνης …   Dictionary of Greek

  • Μυρρίνης — Μυρρίνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρρίνης — μυρρινάω long for myrtle wreaths pres ind act 2nd sg μυρρινάω long for myrtle wreaths imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) μυρσίνη myrtle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MYRINES seu MYRRHINES — Graece Μυρίνης οἶος, vinum Graecis dictum est, temperatum unguentô, vel cui superinfundebatur unguentum, ὁ μύρῳ κεκραμένος,idem cum murrhina Latinorum. Nam inter dulcia murrinam numerant prisci Comici Latidi. Plautus in Pseudolo, Act. 2. sc. 4.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυρίνης — και μυρρίνης, ὁ (Α) 1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη 2. κρασί αρωματισμένο με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. ίνης, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Мирт — (Myrtus L.) род растений из семейства миртовых. Кустарники, редко деревья с перисто нервными цельными листьями. Плод многогнездный, ягодообразный. Сюда относятся до 190 видов, произрастающих преимущественно в восточной внетропической Америке.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • MURINA — I. MURINA apud alcuinum Poem. de Carolo M. muris Pontici exuviae, vide supra Mures Moscovitici. II. MURINA seu MURINES (quod vide) inter potûs genera matronispermissa, quorum A. Gellius memeinit l. 10. c. 23. Graecis μυρίνης ῏οινος, vinum erat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φυλία — και φυλλία, ἡ, Α ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ. β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ. γ. «φυλία εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ. δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζίχνης, δήμος — Δήμος (2.421 κάτ.) του νομού Σερρών, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Χριστοφόρου, Αγριανής, Αναστασίας, Γαζώρου, Δήμητρας, Δραβήσκου, Θολού, Μαυρολόφου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”