μόρφωμα

μόρφωμα

μόρφωμα, τό, Gestalt, Bildung, Abbildung; ὀνείρων προςφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191, vgl. Eum. 390; κύκνου μορφώματ' ὄρνιϑος λαβών, die Gestalt eines Schwans annehmend, Eur. Hel. 19, Plat. Gorg. 485 e; Epicur. bei S. Emp. adv. math. 7, 267.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόρφωμα — form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… …   Dictionary of Greek

  • μορφωμάτων — μόρφωμα form neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασι — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώμασιν — μόρφωμα form neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματα — μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματι — μόρφωμα form neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματος — μόρφωμα form neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφώματ' — μορφώματα , μόρφωμα form neut nom/voc/acc pl μορφώματι , μόρφωμα form neut dat sg μορφώματε , μόρφωμα form neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοπεριτοναϊκός — ή, ό (ανατ. ιατρ.) (για σχηματισμό ή μόρφωμα ή σύμπτωμα) αυτός που βρίσκεται ή εμφανίζεται πίσω από την κοιλότητα τού περιτοναίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”