μόρος

μόρος

μόρος, ὁ (μείρομαι), wie μοῖρα, das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das Loos, Ge schi ck; οἶδα, ὅ μοι μόρος ἐνϑάδ' ὀλέσϑαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ μόρον, über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. ὑπέρμορον). So auch Tragg.; ϑνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσϑαι μόρον, Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς ϑῆκε κακὸν μόρον, 6, 357; ὀλέεσϑε κακὸν μόρον, 21, 133; neben ϑάνατος, Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ ϑάνατον τε μόρον τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν μόρον, Pind. P. 3, 58; ἐχϑρότατον δώσειν μόρον, N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., ἀπροςδόκητος δ' αὐτὸν αἰφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; λευστήρ, der Steinigungstod, Spt. 181; τεϑνᾶσιν αἰσχρῶς δυςκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; μόρον κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ ϑανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφϑάρησαν, 5, 21, wie διαφϑαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ μήτηρεἶδεν ἁλίξαντον σὸν μόρον εἰνάλιον, scheint es geradezu für νέκυς zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern μόρος auch = ὀξύς gewesen sein, wovon einige Alte ἰόμωρος ableiteten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόρος — fate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρος — ο (ΑΜ μόρος) μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο αρχ. 1. όλεθρος, θάνατος 2. νεκρός, πτώμα 3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη 4. ως κύριο όν. ὁ Μόρος μυθικό πρόσωπο, ο γιος τής Νύκτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • Μόρος — ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος) Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro] …   Dictionary of Greek

  • μόρε — μόρος fate masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροι — μόρος fate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρους — μόρος fate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] …   Dictionary of Greek

  • κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] …   Dictionary of Greek

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσμορος — ον, Α ο καταδικασμένος από τη μοίρα σε θλίψη και δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μορος (< μόρος «μοίρα»), πρβλ. έμ μορος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”