μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… … Dictionary of Greek
μόσσυν — μόσσῡν , μόσσυν wooden house masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мосяг — (реконструкция) латунь . Соболевский (РФВ 66, 351) реконструирует как исходную форму для фам. Мосягин. Ср. укр. мосяж латунь , чеш. mоsаz – то же, слвц. mosadz, польск. mosiądz, в. луж. mosaz, н. луж. диал. mosez латунь, медь . Это слово, в… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… … Dictionary of Greek
μοσσυνικός — μοσσυνικός, ή, όν (Α) [μόσσυν] αυτός που έχει κατασκευαστεί από τους Μοσσυνοίκους ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τρόπο τών Μοσσυνοίκων («μοσσυνικὰ μαζονομεία», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μοσσύνοις — μοσσύ̱νοις , μόσσυν wooden house masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσσύνων — μοσσύ̱νων , μόσσυν wooden house masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσσυνα — μόσσῡνα , μόσσυν wooden house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσσυνας — μόσσῡνας , μόσσυν wooden house masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσσυνες — μόσσῡνες , μόσσυν wooden house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσσυνι — μόσσῡνι , μόσσυν wooden house masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)