μόχθος

μόχθος

μόχθος, (vgl. μόγος, verwandt mit ἄχϑος u. ὄχϑος), Anstrengung, Mühe; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχϑων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχϑον, P. 2, 30, μόχϑον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχϑον, I. 7, 11, μόχϑων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; μάτην ὁ μόχϑος, Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; ϑήρας μόχϑον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ μόχϑος ϑάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχϑον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, Elend, μυρίοις μόχϑοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; τλάμων ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχϑῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς ϑανοῦσι μόχϑος οὐ προςγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. πόνος u. κακοπάϑεια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόχθος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθε — μόχθος toil masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθον — μόχθος toil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”