- μόλυμμα
μόλυμμα, τό, = μόλυσμα, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόλυμμα, τό, = μόλυσμα, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόλυμμα — μόλυμμα, το (Α) βλ. μόλυσμα … Dictionary of Greek
μόλυσμα — το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) [μολύνω] νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ. 2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας μσν. αρχ. μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα,… … Dictionary of Greek