μύρωμα

μύρωμα

μύρωμα, τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύρωμα — ointment spread for use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… …   Dictionary of Greek

  • μύρωμα — το η επάλειψη του μωρού που βαφτίζεται με μύρο ή γενικά των χριστιανών σε μεγάλες γιορτές (Μ. Τετάρτη κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυρώμασι — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρώμασιν — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρώματα — μύρωμα ointment spread for use neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρωσις — μύρωσις, ἡ (Α) [μυρώ] η επάλειψη με μύρο, το μύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”