μύσσω

μύσσω

μύσσω att. μύττω, als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… …   Dictionary of Greek

  • μύσσω — μύζω make the sound aor subj act 1st sg μύζω make the sound aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμεμυγμένα — κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp neut nom/voc/acc pl καταμεμυγμένᾱ , κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp fem nom/voc/acc dual καταμεμυγμένᾱ , κατά μύσσομαι blow the nose perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κατά μύσσω perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμύσσοντα — πρόσ μύσσω pres part act neut nom/voc/acc pl πρόσ μύσσω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέμυξ' — ὑπέμυξα , ὑπό μύσσω aor ind act 1st sg ὑπέμυξε , ὑπό μύσσω aor ind act 3rd sg ὑπέμυξα , ὑπό μύζω make the sound aor ind act 1st sg ὑπέμυξε , ὑπό μύζω make the sound aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απομύσσω — ἀπομύσσω (αττ., ττω) (Α) 1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου 2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω 3. ( ομαι) εξαπατώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»] …   Dictionary of Greek

  • μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

  • μύσμα — το βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ αρρωστάρη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • προμύσσω — και αττ. τ. προμύττω Α 1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων) 2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύσσω «βγάζω τη… …   Dictionary of Greek

  • κατεμύξατο — κατά μύσσομαι blow the nose aor ind mp 3rd sg κατά μύσσω aor ind mid 3rd sg κατά μύζω make the sound aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”