μύστης

μύστης

μύστης, , der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύστης — one initiated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

  • μύστης — ο 1. αυτός που μυήθηκε σε μυστήριο ή μυστική τελετουργία, που κατηχήθηκε σε κάτι, ο μυημένος. 2. μτφ., αυτός που κατέχει τέλεια μια επιστήμη ή τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύσται — μύστης one initiated masc nom/voc pl μύστᾱͅ , μύστης one initiated masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστηις — μύστῃς , μύστης one initiated masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστῶν — μύστης one initiated masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταις — μύστης one initiated masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταισι — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσταισιν — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστην — μύστης one initiated masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύστου — μύστης one initiated masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”