μύστης — one initiated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… … Dictionary of Greek
μύστης — ο 1. αυτός που μυήθηκε σε μυστήριο ή μυστική τελετουργία, που κατηχήθηκε σε κάτι, ο μυημένος. 2. μτφ., αυτός που κατέχει τέλεια μια επιστήμη ή τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύσται — μύστης one initiated masc nom/voc pl μύστᾱͅ , μύστης one initiated masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστηις — μύστῃς , μύστης one initiated masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστῶν — μύστης one initiated masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταις — μύστης one initiated masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταισι — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσταισιν — μύστης one initiated masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστην — μύστης one initiated masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστου — μύστης one initiated masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)