μύτιλος

μύτιλος

μύτιλος, = μίτυλος, Arcad. 55, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύτιλος — μύτιλος, ίλη, ον (Α) βλ. μίτυλος …   Dictionary of Greek

  • μυτίλος — ο (Α μυτίλος) ζωολ. είδος δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, μυτίλος ο εδώδιμος ή μύαξ, κν. μύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mytilus] …   Dictionary of Greek

  • μύτιλος — μίτυλος hornless masc nom sg μύτιλος hornless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδια — Κοινή ονομασία των μυτίλων, γένους διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών, της τάξης των νηματοβραγχιων. Τα μ. ζουν συγκεντρωμένα σε ομάδες και είναι προσκολλημένα με βύσσο στους βράχους, κάτω από το νερό, κατά μήκος των ακτών. Και τα δύο …   Dictionary of Greek

  • Mytilus — This article is about an Illyrian king. For the mollusk genus, see Mytilus (mollusc). Mytilus King Mytilus Reign 270 BC c.231 BC Greek Μύτιλος Titles Basileos Mytilus …   Wikipedia

  • μίτυλος — μίτυλος, ύλη, ον και μύτιλος, ίλη, ον (Α) 1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον ἔσχατον νήπιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και… …   Dictionary of Greek

  • μύτιλον — μίτυλος hornless masc acc sg μίτυλος hornless neut nom/voc/acc sg μύτιλος hornless masc acc sg μύτιλος hornless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυτικίζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κολάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με μύτιλος*. Άλλοι διορθώνουν το ερμήνευμα που παραδίδει ο Ησύχ. σε «στενάζειν» και συνδέουν τον τ. με μυττάζω «στενάζω» και «στένειν»] …   Dictionary of Greek

  • μυτιλίδες — οι ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mytilidae < μύτιλος] …   Dictionary of Greek

  • μυτιλοτροφία — η εκτροφή μυδιών για εκμετάλλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυτίλος «μύδι» + τροφία (< τροφος < τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • μυτιλοτροφείο — το παραθαλάσσια εγκατάσταση όπου εκτρέφονται μυτίλοι, δηλαδή μύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυτίλος «μύδι» + τροφείο (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιχθυο τροφείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”