μύχιος — inward masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… … Dictionary of Greek
μύχιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο βάθος κάποιου πράγματος, ο πιο εσωτερικός, ο ενδόμυχος: Μου αποκάλυψε τις μύχιες σκέψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύχιον — μύχιος inward masc acc sg μύχιος inward neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίη — μύχιος inward fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίοιο — μύχιος inward masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίοις — μύχιος inward masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίους — μύχιος inward masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίῃσιν — μύχιος inward fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίῳ — μύχιος inward masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχια — μύχιος inward neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)