- μύειος
μύειος, von Mäusen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύειος, von Mäusen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύειος — μύειος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. ειος (πρβλ. τύμβ ειος)] … Dictionary of Greek
μύειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek