- μύκηρος
μύκηρος, ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. μούκηρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύκηρος, ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. μούκηρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύκηρος — μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α) το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα* «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ … Dictionary of Greek
μύκηρος — almond masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκήρους — μύκηρος almond masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκηρον — μύκηρος almond masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUX — a nuceris, quod a Graeco μύκηρος, converso M. in N. secundum Voss. de Secient. Mathem. c. 6. §. 1. Varroni et Isidoro a nocendo dicta est: Aliis Syriacam vocem esse, et ex luz, L. in N. mutatô, vel ex Hebr. Gap desc: Hebrew i. e. Corylus,… … Hofmann J. Lexicon universale
Μυκηρόδις — Μυκηρόδις, ἡ (Α) επίκληση τής Αφροδίτης σε επιγραφή τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με μύκηρος «αμύγδαλο»] … Dictionary of Greek
μούκηρος — μούκηρος, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. μύκηρος … Dictionary of Greek