μύδος

μύδος

μύδος, , Nässe, Feuchtigkeit, und daraus entstehende Fäulniß, Moder, σηπόμενον δὲ μύδῳ ἐκρήγνυται ἔρφος, Nic. Al. 248.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύδος — damp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδος — (I) μύδος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω* «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)]. (II) μύδος, ὁ (Α) η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ* «είμαι… …   Dictionary of Greek

  • μύδων — μύδος damp masc gen pl μυδάω to be damp imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μυδάω to be damp imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδῳ — μύδος damp masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • мзга — гниль, плесень, сырая погода , мзгляк, мозгляк болезненный, слабый человек , мзглой, мозглый дряблый, загнивший изнутри, прелый . Из *мъзга, судя по мозглый, мозгнуть. Ср. греч. μύσος (из *μύδσος) позор, бесчестие, осквернение , μύδος сырость,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • муслить — муслю, обычно мусолить, мусолю, муслякать – то же, мусляк неряха, слюнтяй , наряду с блр. мосолiць глодать, пачкать, мазать слюной . Первонач. фонетическая форма не установлена. Возм., родственно греч. μύδος м. сырость, гниль , μυδάω гнию, мокну …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • θαλασσεμυδίδες — (thalassemydidae). Στην παλαιοζωολογία, οικογένεια κρυπτοδείρων χελωνωδών ερπετών, απολιθωμένα λείψανα των οποίων βρέθηκαν σε ιουρασικά, κρητιδικά και ηωκαινικά στρώματα στην Ευρώπη, στην Αφρική και στη Βόρεια Αμερική. Έχουν ατελώς οστεοποιημένο… …   Dictionary of Greek

  • μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… …   Dictionary of Greek

  • μυδόεις — μυδόεις, εσσα, εν (Α) μυδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδος (ΙΙ) «υγρασία» + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”