μύθευμα

μύθευμα

μύθευμα, τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύθευμα — story neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθευμα — το (Α μύθευμα) [μυθεύω] νεοελλ. πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τόν πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα») αρχ. 1. μύθος 2. πλοκή θεατρικού έργου …   Dictionary of Greek

  • μύθευμα — το φανταστική ιστορία, επινοημένη διήγηση: Τα άρθρα που αφορούν την προσωπική ζωή του διάσημου ηθοποιού είναι μυθεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθευμάτων — μύθευμα story neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθεύμασι — μύθευμα story neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθεύμασιν — μύθευμα story neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθεύματα — μύθευμα story neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθεύματος — μύθευμα story neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρεση — η (ΑΜ εὐρεσις) [ευρίσκω] 1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση τού σφάλματος») 2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”