μύλλω

μύλλω

μύλλω, 1) die Lippen zusammendrücken, bei geschlossenen Lippen einen Laut von sich geben, mucksen, murmeln, VLL.; vgl. μύω, μυάω u. das durch Reduplication hieraus entstandene μοιμύλλω. – 2) zermalmen, mahlen, u. übertr., wie molere, Beischlaf treiben, beschlafen, τινά, Theocr. 4, 58, wo der Schol. erkl. μύλλει ἀπὸ τῶν ἀλούντων; Hesych. erkl. πλησιάζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυλλώ — μυλλῶ, άω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκε διέστραπται, συνέστραπται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])] …   Dictionary of Greek

  • μύλλω — (I) μύλλω (ΑΜ) [μύλλον] κλείνω ή πιέζω τα χείλη. (II) μύλλω (Α) 1. συντρίβω, αλέθω 2. συνουσιάζομαι με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύλλω τής αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με γυναίκα» έχει παραχθεί από μύλη με εκφραστικό διπλασιασμό… …   Dictionary of Greek

  • Μύλλῳ — Μύλλος Sciaena umbra masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλλῳ — μύλλον lip neut dat sg μύλλος Sciaena umbra masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… …   Dictionary of Greek

  • мелю — молоть, укр. мелю, молоти, блр. молоць, ст. слав. мелѭ, млѣти ἀλήθειν (Супр.), болг. меля, сербохорв. ме̏ље̑м, мле̏ти, словен. mlẹti, meljem, чеш. melu, mliti, слвц. mliеt᾽, польск. mlec, mielę, в. луж. mjelu, mlěc, н. луж. mjelom, mlas.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μεμύλληκε — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «διέστραπται, συνέστραπται». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. μυλλῶ] …   Dictionary of Greek

  • μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • μυλλάς — και δ. γρφ. μυλάς, άδος, ἡ (Α) εταίρα, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • μυλούμαι — μυλοῡμαι, όομαι (Α) (για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”