κροκαλός

κροκαλός

κροκαλός, kieselsteinig, kiesig; ἐς κροκαλὴν ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294), wo κροκάλην ἠϊόνος zu lesen scheint.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκρόκαλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές κροκάλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόκαλος (< κροκάλη «χαλίκι»), πρβλ. εϋ κρόκαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”