- πρό-στερνος
πρό-στερνος, vor od. an der Brust, στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-στερνος, vor od. an der Brust, στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόστερνος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το στέρνο, κάτω από τον θώρακα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόστερνον «ὑπογάστριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. πρό στερνος] … Dictionary of Greek
πρόστερνος — η, ο / πρόστερνος, ον, ΝΑ αυτός που φέρεται μπροστά ή πάνω στο στήθος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόστερνο ο προθώρακας εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέρνον (πρβλ. υπό στερνος)] … Dictionary of Greek