γεω-μέτρης

γεω-μέτρης

γεω-μέτρης, , Land-, Feldmesser, die Geometrie verstehend, Plat. Theaet. 143 b Euthyd. 290 b; Xen. Mem. 4, 2, 10 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρουσιμέτρης — κρουσιμέτρης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + μέτρης (< μετρῶ), πρβλ. γεω μέτρης, ξυλο μέτρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • ουρανομέτρης — οὐρανομέτρης, ὁ (Α) (για τον Θεό) αυτός που μετρά τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + μέτρης (< μέτρο), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • προμέτρης — ὁ, ΜΑ ο προμετρητής* αρχ. τίτλος αξιώματος στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • στερεομέτρης — ὁ, Α αυτός που μετρά στερεά σώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • σχοινομέτρης — ὁ, ΜΑ αυτός που μετρά με τη χρήση σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + μέτρης (< μέτρον*), πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομέτρης — ο, Ν 1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς 2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς 3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω… …   Dictionary of Greek

  • χρονομέτρης — ο, Ν (ιδίως σχετικά με αθλητικά αγωνίσματα) ειδικός που μετρά την ακριβή χρονική διάρκεια μιας ενέργειας με χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω μέτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χωρομέτρης — ο, ΝΜΑ ειδικός που ασχολείται με την καταμέτρηση εδαφικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + μέτρης* (< μετρώ) πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • γεωμέτρης — (geometra). Κοινή ονομασία γένους λεπιδοπτέρων της οικογένειας των γεωμετριδών. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάμπιες τους –που στερούνται των τριών πρώτων ζευγών κοιλιακών ποδών και διατηρούν μόνο τα δύο τελευταία ζεύγη του έκτου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”