καὶ δή

καὶ δή

καὶ δή, und nun, und sogar, nachdrücklich in Beziehung auf das Vorhergehende etwas Neues, Bedeutenderes anreihend, vollends, endlich, Il. 1, 161 u. Folgde; καὶ δὴ καί, und nun auch, ἄλλα τε σχεῖν χωρία καὶ δὴ καὶ Λῆμνον Her. 6, 137, öfter; ζώων τε γὰρ πάντων βίους καὶ δὴ καὶ τοὺς ἀνϑρώπους Plat. Rep. X, 618 a (vgl. δή). – Oft = ἤδη, schon, sogleich, in Beziehung auf eine vorangehende Zeitbestimmung, ἐν ᾧ δὲ ταῦτα ἐβουλεύοντο, καὶ δὴ βασιλεὺς κατέστησεν ἐναντίαν τὴν φάλαγγα Xen. An. 1, 10, 10, indem sie noch berathschlagten, stellte der König schon, vgl. Hell. 6, 4, 13; ὡς ἄν μοι βέλτιστα δοκεῖ παρασκευασϑῆναι καὶ δὴ πειράσομαι λέγειν Dem. 4, 13, sogleich, vgl. 20, 65. – Gesetzt, nimm den Fall, daß, καὶ δὴ δέδεγμαι· τίς δέ μοι τιμὴ μένει; Aesch. Eum. 883; καὶ δὴ καὶ ἀποβαίνομεν εἰς τὴν χώραν Xen. An. 5, 7, 9, wie auch wir sagen: und nun steigen wir auch ans Land, für »und ich nehme auch an, wir steigen«.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη …   Dictionary of Greek

  • και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • καί — and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”