- πρό-ωρος
πρό-ωρος, vor der Zeit; λέγουσα τὸν πρόωρον ὡς ἀπέφϑιτο, Phalaec. 5 (XIII, 27); μοῖρα, Crinag. 42 (VII, 643); ἄνϑος, Luc. amor. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-ωρος, vor der Zeit; λέγουσα τὸν πρόωρον ὡς ἀπέφϑιτο, Phalaec. 5 (XIII, 27); μοῖρα, Crinag. 42 (VII, 643); ἄνϑος, Luc. amor. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υπέρωρος — ον, Α υπερώριμος, παραγινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξ ωρος, πρό ωρος] … Dictionary of Greek
πάρωρος — η, ο / πάρωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πέρα από την κανονισμένη ώρα, ο παράκαιρος. επίρρ... πάρωρα ΝΜΑ σε ώρα περασμένη, αργά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. πρό ωρος] … Dictionary of Greek
πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… … Dictionary of Greek
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
u̯er-8 (*su̯er-) — u̯er 8 (*su̯er ) English meaning: to observe, pay attention Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben” Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… … Proto-Indo-European etymological dictionary