πρόϊμος

πρόϊμος

πρόϊμος, frühzeitig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՆԽԱՀԱՍ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. πρόϊμος maturus, tempestivus. Կանուխ հասեալ, այսինքն հասունացեալ. վաղահասուկ. կանուխ հասած. ... *Իբրեւ զկանխահաս թզոյ. Երեմ. ՟Ի՟Դ. 2: *Սիրելի են տնկագործին վերջահաս պտուղքն քան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”