εὐ-σάρκωσις

εὐ-σάρκωσις

εὐ-σάρκωσις, ἡ, = εὐσαρκία, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάρκωσις — growth of flesh fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσει — σάρκωσις growth of flesh fem nom/voc/acc dual (attic epic) σαρκώσεϊ , σάρκωσις growth of flesh fem dat sg (epic) σάρκωσις growth of flesh fem dat sg (attic ionic) σαρκόω make fleshy aor subj act 3rd sg (epic) σαρκόω make fleshy fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσεις — σάρκωσις growth of flesh fem nom/voc pl (attic epic) σάρκωσις growth of flesh fem nom/acc pl (attic) σαρκόω make fleshy aor subj act 2nd sg (epic) σαρκόω make fleshy fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσεος — σάρκωσις growth of flesh fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσεσι — σάρκωσις growth of flesh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσεσιν — σάρκωσις growth of flesh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκώσιος — σάρκωσις growth of flesh fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκωσιν — σάρκωσις growth of flesh fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσάρκωση — η (AM ἐνσάρκωσις) [σάρκωσις] η ενανθρώπηση τού Χριστού νεοελλ. η υλική εμφάνιση μιας ιδέας («είναι ενσάρκωση τής αρετής») …   Dictionary of Greek

  • θεοϋπόστατος — θεοϋπόστατος, ον (AM) αυτός που έχει θεία υπόσταση («θεοϋπόστατος ἡ Χριστοῡ σάρκωσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + υπό στατος (< υφ ίστημι), πρβλ. αν υπό στατος, τρισ υπό στατος] …   Dictionary of Greek

  • σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”