εὐ-άγγελος

εὐ-άγγελος

εὐ-άγγελος, gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῠρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅγγελος — ἄγγελος , ἄγγελος messenger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγγελος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγγελος — messenger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — ο (θηλ. ισσα και ίνα) 1. αυτός που φέρνει μια είδηση, μαντατοφόρος: Χάρηκαν όλοι, γιατί ήταν άγγελος καλών ειδήσεων. 2. πνευματικό δημιουργημένο από το Θεό για να εκτελεί τις εντολές του. 3. άνθρωπος προικισμένος με εξαιρετικά προτερήματα: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγγελος Σιλέσιος — (Αngelus Silesius). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού, θεολόγου και ποιητή Γιόχαν Σέφλερ (Johann Scheffler, 1624 – 1677). Αρχικά o Α.Σ. ήταν προτεστάντης, μεταπήδησε όμως το 1652 στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το 1674 κυκλοφόρησε η μεγάλη συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος, Γρηγόριος — (14ος; αι.).Βυζαντινός θεολόγος. Με το έργο του στηλίτευσε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αποσαφήνισε διάφορους όρους του ορθόδοξου δόγματος. Έγραψε επίσης εναντίον της χρήσης των αζύμων από τους Δυτικούς. Τα έργα του παραμένουν ανέκδοτα. Τρία… …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος, Κωνσταντίνος — Ονοματεπώνυμο δύο βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Αρχηγός του βυζαντινού στόλου στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ του Κομνηνού (1143 1180). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Φιλαδέλφειας (Μ. Ασίας) και νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α’ …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος, Μάρκος — (14ος αι.).Βυζαντινός ποιητής. Έγραψε ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος, Χριστόφορος — (Γαστούνη Ηλείας 1575 – Οξφόρδη 1638).Λόγιος και συγγραφέας. Έγινε μοναχός και το 1606 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε στον Τούρκο διοικητή για κατασκοπεία και φυλακίστηκε. Το 1608 δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στην Αγγλία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”