- πρό-κρημνος
πρό-κρημνος, vorn abschüssig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-κρημνος, vorn abschüssig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόκρημνος — ον, Α αυτός που επικρέμαται, που προεξέχει από πάνω («ὥσπερ γὰρ πρόκρημνον ἄκραν, τὴν ἑαυτοῡ διάνοιαν... ἐκτείνας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρημνός «απότομος, κατωφερής τόπος»] … Dictionary of Greek