πυρί-δρομος

πυρί-δρομος

πυρί-δρομος, im Feuer laufend, feuriges Laufs, Orph. S. πυρίβρομος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίδρομος — ον, Α αυτός που τρέχει πάνω σε πύρινο δρόμο («πυρίδρομος ήλιος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ναυσί δρομος] …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”