εἰνάς

εἰνάς

εἰνάς, άδος, ἡ, p. = ἐννεάς, Hes. O. 808.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἰνάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάδα — εἰνάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάδι — εἰνάς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννεάδα — η (AM ἐννεάς και ποιητ. τ. εἰνάς) [εννέα] το αφηρημμένο ουσ. τού αριθμού εννέα, σύνολο εννέα όμοιων πραγμάτων μσν. εννεαετία αρχ. 1. ο αριθμός εννέα 2. η ένατη μέρα τού μήνα 3. καθένα από τα έξι βιβλία στα οποία διαίρεσε ο Πορφύριος τα έργα τού… …   Dictionary of Greek

  • τρισεινάς — ἡ, Α η ένατη μέρα τής τρίτης δεκάδας τού μήνα, η εικοστή ένατη μέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + εἰνάς«ενάτη ημέρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”