- πρόκνις
πρόκνις od. προκνίς, ίδος, ἡ, eine Art getrockneter Feigen; VLL., wie Poll. 6, 81; Ath. XIV, 653 b; auch πρόκρις oder προκρίς geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόκνις od. προκνίς, ίδος, ἡ, eine Art getrockneter Feigen; VLL., wie Poll. 6, 81; Ath. XIV, 653 b; auch πρόκρις oder προκρίς geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκνίς — dried fig fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πρόκρις — (I) ιδος, ἡ, Α βλ. προκνίς. (II) ιδος, η, Ν νεοελλ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών ζυγανιδών … Dictionary of Greek