- πρό-γλωσσος
πρό-γλωσσος, vorschnell mit der Zunge, geschwätzig, Sp., wie Clem. Al. strom. 5, 5, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-γλωσσος, vorschnell mit der Zunge, geschwätzig, Sp., wie Clem. Al. strom. 5, 5, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόγλωσσος — και αττ. τ. ὑπόγλωττος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα 2. ο κάπως φλύαρος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον ονομασία δύο φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό γλωσσος] … Dictionary of Greek
πρόγλωσσος — ον, Α 1. φλύαρος και αστόχαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό γλωσσον το οξύ άκρο τής γλώσσας, η προγλωσσίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek