- πρό-κλητος
πρό-κλητος, herausgerufen; Hesych. erkl. es auch durch πρόϑυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-κλητος, herausgerufen; Hesych. erkl. es auch durch πρόϑυμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόκλητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόθυμος πρὸ τοῡ κληθῆναι» αυτός που δεν περιμένει να τόν προκαλέσουν για να πράξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. α μετά κλητος] … Dictionary of Greek