προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
κατάδηλος — η, ο (AM κατάδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής αρχ. 1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι 2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό. επίρρ... καταδήλως (AM καταδήλως) καταφανώς, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηλος (<… … Dictionary of Greek
μεγαλόδηλος — μεγαλόδηλος, ον (Α) πολύ φανερός, καταφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δῆλος (πρβλ. πρό δηλος)] … Dictionary of Greek
πρόδηλος — η, ο / πρόδηλος, ον, ΝΑ σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.) αρχ. 1. προδηλωτικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι (ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί 3. φρ. «ἐκ προδήλου» από εμφανές μέρος. Επίρ.… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek