- μακρο-ζωΐα
μακρο-ζωΐα, ἡ, langes Leben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-ζωΐα, ἡ, langes Leben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοζωία — η καλοπέραση, ευημερία, ευμάρεια, υλική ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. μακρο ζωία, φιλο ζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Γεδεών] … Dictionary of Greek