- μακρο-βιότης
μακρο-βιότης, ητος, ἡ, das Langeleben; Arist. rhet. 1, 5, 10; D. L. 7, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-βιότης, ητος, ἡ, das Langeleben; Arist. rhet. 1, 5, 10; D. L. 7, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek