- μακρο-νοσία
μακρο-νοσία, ἡ, eine langwierige Krankheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-νοσία, ἡ, eine langwierige Krankheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιονοσία — η ιατρ. νόσος, πάθηση τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. α νοσία μακρο νοσία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heart disease] … Dictionary of Greek
οξυνοσία — ὀξυνοσία, ἡ (Α) σοβαρή, οξεία νόσος που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. μακρο νοσία] … Dictionary of Greek