- μακρο-βίοτος
μακρο-βίοτος, = μακρόβιος, αἰών, Aesch. Pers. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-βίοτος, = μακρόβιος, αἰών, Aesch. Pers. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιοβίοτος — ὁμοιοβίοτος, ον (Α) ομοιόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] … Dictionary of Greek
χειροβίοτος — ον, ΜΑ χειρόβιος*, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek