- μακρο-ήμερος
μακρο-ήμερος, von langen Tagen, lange, Eust. 129, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-ήμερος, von langen Tagen, lange, Eust. 129, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] … Dictionary of Greek
καχήμερος — καχήμερος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολ ήμερος] … Dictionary of Greek
ολιγοήμερος — και λιγοήμερος, η, ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες νεοελλ. αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακρο ήμερος] … Dictionary of Greek