- δεσπόσιος
δεσπόσιος, = δεσπόσυνος, ὕβρις Aesch. Suppl. 825 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσπόσιος, = δεσπόσυνος, ὕβρις Aesch. Suppl. 825 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσπόσιος — δεσπόσιος, ον (Α) [δεσπότης] ο δεσπόσυνος … Dictionary of Greek
δεσπόσιος — verna masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσίῳ — δεσπόσιος verna masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπόσιοι — δεσπόσιος verna masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποσιοναύται — δεσποσιοναῡται, οι (Α) είλωτες στη Σπάρτη που απελευθερώθηκαν με τον όρο να υπηρετούν στο ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπόσιος + ναύται, πληθ. τού ναύτης] … Dictionary of Greek
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek